ξανακύλημα

ξανακύλημα
το [ξανακυλώ]
1. κύλημα ενός πράγματος για άλλη μια φορά
2. σκάψιμο τού εδάφους σε βάθος
3. (για νόσο ή νοσούντα) υποτροπή, υποτροπίαση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξανακύλημα — ξανακύλημα, το και ξανακύλισμα, το, ατος 1. το βαθύ σκάψιμο του εδάφους: Έκανα ξανακύλημα στο χωράφι. 2. υποτροπή αρρώστιας: Δε φυλάχτηκε κι έπαθε ξανακύλημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξανακύλισμα — το (Μ ξανακύλισμα) ξανακύλημα μσν. στριφογύρισμα στο κρεβάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανακυλῶ, κατά τα ουδ. σε ισμα] …   Dictionary of Greek

  • ξανακύλισμα — το, ατος βλ. ξανακύλημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”